κεφαλαριά
(ουσ. θηλ.)
κεφαλαριά
[cefalaˈrʝa]
Αξ.
Από το μεσν. κεφαλαρέα = α) τμήμα του χαλιναριού που προσαρμόζεται στο κεφάλι β) κορυφή. Ο τύπ. κεφαλαριά νεότ.
Πβ.
ποδαριά
Τροποποιήθηκε: 05/06/2025