κεφαλαριά
(ουσ. θηλ.)
κεφαλαριά
[cefalaˈrʝa]
Αξ.
Από το νεότ. ουσ. κεφαλαριά, το οπ. από το μεσν. κεφαλαρέα = α) τμήμα του χαλιναριού που προσαρμόζεται στο κεφάλι β) κορυφή.
Πβ.
ποδαριά
Άκρη
:
'ς κομμάτ' κεφαλαριά
(Στου χωραφιού την άκρη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.