λώμα
(ουσ. ουδ.)
λώμα
[ˈloma]
Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τσαρικ.
όλωμα
[ˈoloma]
Ουλαγ.
Aπό το αρχ. ουσ. λῶμα = ούγια υφάσματος. Πβ. Πόντ. λῶμα = ένδυμα. O τύπ. όλωμα πιθ. λόγω εσφαλμένης κατάτμησης με το προηγούμενο άρθρ. το.
1. Ούγια υφάσματος
Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τσαρικ.
:
Πιάσεν ντo από τ' όλωμα τ’ και ταύρινισ̑κεν ντo
(Τον έπιασε από την άκρη του ρούχου του και τον τράβαγε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πβ.
παράφτερο :2
2. Άκρη
ό.π.τ.
:
Κομμάτου ντου λώμα
(Η άκρη του χωραφιού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ντιαgιζιού το λώμα
(Ακροθαλασσιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χωριού το λώμα
(Η άκρη του χωριού)
Μαλακ., Σίλατ.
-Τζιούτζ.
Χωριογιού ντο όλωμα
(Η άκρη του χωριού)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Παίνουμ' Χεογιού ντου λώμα να βρίσκουμ'
(Πάμε να βρούμε την άκρη του Θεού)
Τσαρικ.
-Καραλ.
'ς χωραφιού ντο λώμα θα μι βρίξις
(Θα με βρεις στην άκρη του χωραφιού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντου μορμόρι τ΄ τσείδι σ΄ μορμοριού ντου λώμα
(Ο τάφος του είναι στην άκρη του νεκροταφείο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ταύραναμ' ντα βόια σου λώμα
(Τραβούσαμε τα βόδια στην άκρη, ενν. του αλωνιού)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Είχιν ένα σα̈μα̈́ρ, ένα μικρό καλύβα 'ς χωριού ντου λώμα
(Είχε ένα σαμάρι, μιά μικρή καλύβα στην άκρη του χωριού)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Χωσέτ' λίου απ' του λώμα, λίου καλό κιριάς
(Βάλτε λίγο από την άκρη (ενν. του κομματιού), λίγο καλό κρέας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Ταυρώ ντου σου λώμα
(Τον τραβάω στην άκρη˙ τον απομονώνω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να βγούμ' 'ς του λώμα
(Θα βγούμε στην άκρη˙ Θα χτίσουμε σπίτι (ενν. θα πάμε στην άκρη του χωριού που έχει χώρο))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
άκρα, κενάρι :1, κεφαλαριά, στόμα