ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λώμα (ουσ. ουδ.) λώμα [ˈloma] Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τσαρικ. όλωμα [ˈoloma] Ουλαγ. Aπό το αρχ. ουσ. λῶμα = ούγια υφάσματος. Πβ. Πόντ. λῶμα = ένδυμα. O τύπ. όλωμα πιθ. λόγω εσφαλμένης κατάτμησης με το προηγούμενο άρθρ. το.
1. Ούγια υφάσματος Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τσαρικ. : Πιάσεν ντo από τ' όλωμα τ’ και ταύρινισ̑κεν ντo (Τον έπιασε από την άκρη του ρούχου του και τον τράβαγε) Ουλαγ. -Κεσ. Πβ. παράφτερο :2
2. Άκρη ό.π.τ. : Κομμάτου ντου λώμα (Η άκρη του χωραφιού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντιαgιζιού το λώμα (Ακροθαλασσιά) Μισθ. -Κοτσαν. Χωριού το λώμα (Η άκρη του χωριού) Μαλακ., Σίλατ. -Τζιούτζ. Χωριογιού ντο όλωμα (Η άκρη του χωριού) Ουλαγ. -Κεσ. Παίνουμ' Χεογιού ντου λώμα να βρίσκουμ' (Πάμε να βρούμε την άκρη του Θεού) Τσαρικ. -Καραλ. 'ς χωραφιού ντο λώμα θα μι βρίξις (Θα με βρεις στην άκρη του χωραφιού) Μισθ. -Κοτσαν. Ντου μορμόρι τ΄ τσείδι σ΄ μορμοριού ντου λώμα (Ο τάφος του είναι στην άκρη του νεκροταφείο) Μισθ. -Κοτσαν. Ταύραναμ' ντα βόια σου λώμα (Τραβούσαμε τα βόδια στην άκρη, ενν. του αλωνιού) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Είχιν ένα σα̈μα̈́ρ, ένα μικρό καλύβα 'ς χωριού ντου λώμα (Είχε ένα σαμάρι, μιά μικρή καλύβα στην άκρη του χωριού) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Χωσέτ' λίου απ' του λώμα, λίου καλό κιριάς (Βάλτε λίγο από την άκρη (ενν. του κομματιού), λίγο καλό κρέας) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Ταυρώ ντου σου λώμα (Τον τραβάω στην άκρη˙ τον απομονώνω) Μισθ. -Κοτσαν. Να βγούμ' 'ς του λώμα (Θα βγούμε στην άκρη˙ Θα χτίσουμε σπίτι (ενν. θα πάμε στην άκρη του χωριού που έχει χώρο)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. άκρα, κενάρι :1, κεφαλαριά, στόμα