λωρόκκο
(ουσ. ουδ.)
'ωρόκ-κο
[oˈrokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. λωρί, όπου και τύπ. 'ωρί, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Λουράκι