λωματινός
(επίθ.)
λωματινό
[lomatiˈno]
Μαλακ.
λωματ'νού
[lomatˈnu]
Μισθ.
Aπό το ουσ. λώμα και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
Ακριανός
ό.π.τ.
:
Λωματ'νού ντου οικόπεδου τσ̑είδι γογξ̑ού μ'
(Το ακριανό οικόπεδο είναι του γείτονά μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ακρινός