ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λωματινός (επίθ.) λωματινό [lomatiˈno] Μαλακ. λωματ'νού [lomatˈnu] Μισθ. Aπό το ουσ. λώμα και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
Ακριανός ό.π.τ. : Λωματ'νού ντου οικόπεδου τσ̑είδι γογξ̑ού μ' (Το ακριανό οικόπεδο είναι του γείτονά μου) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ακρινός