λυσσιάζω
(ρ.)
λυσ̑-σ̑άζω
[liʃˈʃazo]
Αξ.
λυσ̑σ̑άζoυ
[liˈʃazu]
Μισθ.
Μτχ. Παθ.
λυσσάμενα
[liˈsamena]
Ανακ.
λυσσαγμένο
[lisaɣˈmeno]
Σινασσ.
Μεσν. ρ. λυσσιάζω, το οπ. από το αρχ. ρ. λυσσάω-ῶ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ιάζω. Πβ. λυσ̑σ̑α̈́ζω Πόντ. και λυσ-σάζ-ζω Καλαβρ.
1. Λυσσάω, παθαίνω λύσσα
ό.π.τ.
:
Του τσ̑ικίτσ̑' λυσ̑σ̑άστη
(Η κατσίκα προσβλήθηκε από λύσσα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Nα φάει τα λυσσαμένα τ'
(Να φάει τα λυσσιακά του˙ Αρά, να λυσσάξει)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Την έδωκαν δυό πρόβατα, κι εκείνα ψωριασμένα,
την έδωκαν κι ένα σκυλί, κι εκείνο λυσσαγμένο (Της έδωσαν δυό πρόβατα, κι εκείνα ψωριασμένα,
της έδωσαν κι ένα σκυλί, κι εκείνο λυσσασμένο) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. γουντουλατώ, κουντουρντίζω
την έδωκαν κι ένα σκυλί, κι εκείνο λυσσαγμένο (Της έδωσαν δυό πρόβατα, κι εκείνα ψωριασμένα,
της έδωσαν κι ένα σκυλί, κι εκείνο λυσσασμένο) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. γουντουλατώ, κουντουρντίζω
2. Αγριεύω
Αξ.
:
Τότες άρχισαν οι τούρκοι, λύσ̑σ̑αξαν, γουdούρ'σαν
(Τότε άρχισαν οι Τούρκοι, λύσσαξαν, πήραν τα πάνω τους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
αζγουνλαντίζω :1