ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λοχοζώμι (ουσ. ουδ.) λογοζών' [loɣoˈzon] Αραβαν. αλογοζώμι [aloɣoˈzomi] Φλογ. Πληθ. λοχουζώμια [loxuˈzomɲa] Μαλακ. λεχοζώμια [lexoˈzomɲa] Ανακ. Aπό το μεσν. ουσ. λοχόζεμα, πβ. Πορφυρογ. Προς Ρωμαν. 619 "ἀπὸ τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ τῆς γεννήσεως τοῦ πορφυρογεννήτου παιδὸς ὀφειλόμενόν ἐστι γίνεσθαι, ὃ ἡ κοινὴ συνήθεια λοχόζεμα καλεῖ" Για την λ. βλ. Κωστάκης (1963: 111 υποσημ. 3) και Κουκουλές ΕΕΒΣ 14 (1938: 107-109). H τροπή /e/ > /o/ πιθ. αναλογ. κατά το ουσ. ζωμός.
1. Δώρο στη λεχώνα Αραβαν., Μαλακ., Φλογ.
2. Εορταστικό τραπέζι που παρατίθεται το βράδυ του τοκετού, με φαγητά που φέρνουν οι συγγενείς Ανακ. : Του τάδε το σπίτ' έχει λεχοζώμια (Στο σπίτι του τάδε έχει τραπέζι του τοκετού) Ανακ. -Κωστ.Α. || Φρ. Του Παναγιάς τα λεχοζώμια (Της Παναγίας το τραπέζι του τοκετού˙ εορταστικο τραπέζι που παρέθεταν μετά την γέννηση ενός παιδιού, επειδή πίστευαν ότι και η Παναγία παρέθεσε τραπέζι όταν γέννησε) Ανακ. -Κωστ.Α. Πβ. σοφράς