λουλέκι
(ουσ. ουδ.)
λουλέκ'
[luˈlek]
Αξ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. από το μεταγν. ουσ. λουλάκιον = είδος φυτού. Ίσως σχετίζεται με το ουσ. λούλα (ΙΙ).