λοπούσι
(ουσ. ουδ.)
λοπούσ̑'
[loˈpuʃ]
Αραβαν.
Aπό το τουρκ. ουσ. lobut = α) ρόπαλο β) κορύνα. Η λ. και Ποντ. με τύπ. λοπούτιν.
Xoνδρός κόπανος
:
Πατισ̑άχος πήρε ένα λοπούσ̑' κι άρχεψε να κρούγ' ένα παρλάχ' τεψί
(Ο βασιλιάς πήρε έναν κόπανο κι άρχισε να βαράει ένα γυαλιστερό ταψί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.