ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λοπούσι (ουσ. ουδ.) λοπούσ̑' [loˈpuʃ] Αραβαν. Aπό το τουρκ. ουσ. lobut = α) ρόπαλο β) κορύνα.
Xoνδρός κόπανος : Πατισ̑άχος πήρε ένα λοπούσ̑' κι άρχεψε να κρούγ' ένα παρλάχ' τεψί (Ο βασιλιάς πήρε έναν χοντρό κόπανο κι άρχισε να βαράει ένα γυαλιστερό ταψί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. τοπούζι
Τροποποιήθηκε: 07/07/2025