ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λοπούσι (ουσ. ουδ.) λοπούσ̑' [loˈpuʃ] Αραβαν. Aπό το τουρκ. ουσ. lobut = α) ρόπαλο β) κορύνα. Η λ. και Ποντ. με τύπ. λοπούτιν.
Xoνδρός κόπανος : Πατισ̑άχος πήρε ένα λοπούσ̑' κι άρχεψε να κρούγ' ένα παρλάχ' τεψί (Ο βασιλιάς πήρε έναν κόπανο κι άρχισε να βαράει ένα γυαλιστερό ταψί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.