λοκαντατζής
(ουσ. αρσ.)
λοκαντατσ̑ής
[lokantaˈtʃis]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. lokantacı = ταβερνιάρης.
Εστιάτορας, ταβερνιάρης.