λογαριάζω
(ρ.)
λογαριάζω
[loɣaˈrʝazo]
Αξ., Μαλακ., Τροχ.
λογαριάζου
[loɣαˈrʝazu]
Μισθ., Σίλ.
Μεσν. ρ. λογαριάζω.
1. Yπολογίζω
Μαλακ.
2. Mτφ., δίνω σημασία, σέβομαι
Μισθ., Σίλ., Τροχ.
:
Τις μανάρες μας λογαριανόσκαμ' τες
(Τες μανάδες μας τις υπολογίζαμε, τις σεβόμαστε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντέ ντ’ είι τίποτα, ούτε καείνα λογαριάισκι
(Δεν το είχε για τίποτα, ούτε λογάριαζε κανέναν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αν καν’ ένα ελεημοσύν', δεν γίνεται καπούλ', δεν το λογαριάζ' Θεός
(Αν κάνει μιά ελεημοσύνη (ενν. η άτεκνη γυναίκα), δεν γίνεται δεκτή, δεν την υπολογίζει ο Θεός)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
σαϊντίζω, σεβάζομαι
3. Κατηγορώ, ψέγω
Αξ.
:
Τ’ αρκαdάσ̑α τ’ λογαριάζ̑ισ̑καν ντο: «Εσ̑ύ έφαγες εφτά εγέλφχια»
(Οι φίλες της την κατηγορούσαν: «Εσύ έφαγες εφτά αδέλφια»)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αγιπλατίζω, γαριέζω :1, γαχουρλαΐζω, κινατίζω, κόφτω