ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λογαριάζω (ρ.) λογαριάζω [loɣaˈrʝazo] Αξ., Μαλακ., Τροχ. λογαριάζου [loɣαˈrʝazu] Μισθ., Σίλ. Μεσν. ρ. λογαριάζω.
1. Yπολογίζω Μαλακ.
2. Mτφ., δίνω σημασία, σέβομαι Μισθ., Σίλ., Τροχ. : Τις μανάρες μας λογαριανόσκαμ' τες (Τες μανάδες μας τις υπολογίζαμε, τις σεβόμαστε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ντέ ντ’ είι τίποτα, ούτε καείνα λογαριάισκι (Δεν το είχε για τίποτα, ούτε λογάριαζε κανέναν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αν καν’ ένα ελεημοσύν', δεν γίνεται καπούλ', δεν το λογαριάζ' Θεός (Αν κάνει μιά ελεημοσύνη (ενν. η άτεκνη γυναίκα), δεν γίνεται δεκτή, δεν την υπολογίζει ο Θεός) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. σαϊντίζω, σεβάζομαι
3. Κατηγορώ, ψέγω Αξ. : Τ’ αρκαdάσ̑α τ’ λογαριάζ̑ισ̑καν ντο: «Εσ̑ύ έφαγες εφτά εγέλφχια» (Οι φίλες της την κατηγορούσαν: «Εσύ έφαγες εφτά αδέλφια») Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αγιπλατίζω, γαριέζω :1, γαχουρλαΐζω, κινατίζω, κόφτω