λόγι
(ουσ. ουδ.)
λόγι
[ˈloʝi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. loğ (< αρμεν.) = πέτρινος κύλινδρος (Dankoff 1995: 55, Tietze 2016, λ. loğ/lo).
Πέτρινος κύλινδρος για το στρώσιμο αλωνιού
Πβ.
γιουβαρλάκι :2, κυλίντρι