ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιουβαρλάκι (επίθ.) γιουβαρλάκ' [ʝuvarˈlak] Σίλατ. γιουβαρλάχ' [ʝuvarˈlax] Ανακ., Μισθ., Σίλ. γιουβαρλάχ̇ι [ʝuvarˈlaxi] Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ. γιουβαλ-λάχ̇ι [ʝuvalˈlaxi] Φάρασ. Aπό το τουρκ. επίθ. yuvarlak = α) στρογγυλός β) διαλεκτ., κυλινδροειδής πέτρα για την ισοπέδωση του δαπέδου, όπου και διαλεκτ. τύπ. yuvarlah και yuvalah.
1. Στρογγυλός ό.π.τ. Συνών. κυλιντερός :2, στρογγυλός, τεκερλούς, τοπαρλάχι
2. Κύλινδρος, κυλινδροειδής πέτρα με την οποία στερέωναν τον στεγανωτικό πηλό για την βροχή ώστε να κλείσουν οι τρύπες ανάμεσα στις πέτρες της στέγης Ανακ., Σίλατ., Σίλ. : Γιουβαρλάκι, μεγάλο ένα χαγιά είσ̑ε ρυό τρύπες (Ο κύλινδρος, μιά μεγάλη πέτρα, είχε δύο τρύπες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. κυλίντρι