γιουβαρλάκι
(επίθ.)
γιουβαρλάκ'
[ʝuvarˈlak]
Σίλατ.
γιουβαρλάχ'
[ʝuvarˈlax]
Ανακ., Μισθ., Σίλ.
γιουβαρλάχ̇ι
[ʝuvarˈlaxi]
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
γιουβαλ-λάχ̇ι
[ʝuvalˈlaxi]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. επίθ. yuvarlak = α) στρογγυλός β) διαλεκτ., κυλινδροειδής πέτρα για την ισοπέδωση του δαπέδου, όπου και διαλεκτ. τύπ. yuvarlah και yuvalah.
2. Κύλινδρος, κυλινδροειδής πέτρα με την οποία στερέωναν τον στεγανωτικό πηλό για την βροχή ώστε να κλείσουν οι τρύπες ανάμεσα στις πέτρες της στέγης
Ανακ., Σίλατ., Σίλ.
:
Γιουβαρλάκι, μεγάλο ένα χαγιά είσ̑ε ρυό τρύπες
(Ο κύλινδρος, μιά μεγάλη πέτρα, είχε δύο τρύπες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
κυλίντρι