γιουνάχι
(ουσ. ουδ.)
γιουνάχι
[ʝuˈnaxi]
Φάρασ.
γιουνάχ'
[ʝuˈnax]
Σινασσ.
γιονάχ'
[ʝοˈnax]
Σινασσ.
Από τουρκ. διαλεκτ. ουσ. yunak, όπου και διαλεκτ. τύπ. yunah = α) πλυσταριό β) χαμάμ γ) διαλεκτ., άπλυτα ρούχα.
2. Πλύση, μπουγάδα
Φάρασ.