ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιουνάχι (ουσ. ουδ.) γιουνάχι [ʝuˈnaxi] Φάρασ. γιουνάχ' [ʝuˈnax] Σινασσ. γιονάχ' [ʝοˈnax] Σινασσ. Από τουρκ. διαλεκτ. ουσ. yunak, όπου και διαλεκτ. τύπ. yunah = α) πλυσταριό β) χαμάμ γ) διαλεκτ., άπλυτα ρούχα.
1. Πλυσταριό Σινασσ. Συνών. λακκί :4, πλακόνι :1, πλυσταριό
2. Πλύση, μπουγάδα Φάρασ.