ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιοσμάς (επίθ.) γιοσμάς [ʝoˈzmas] Φάρασ. Θηλ. γιοσμά [ʝoˈzma] Φάρασ. γιοσμάσα [ʝoˈzmasa] Σινασσ. Νεότ. ουσ. γιοσμάς = που δεν είναι αγροίκος (Mackridge 2021: 204), το οπ. από το τουρκ. επίθ. yosma = α) όμορφος, χαριτωμένος β) κομψός γ) ως ουσ. κομψός, χαριτωμένος άνθρωπος δ) κομψή γυναίκα.
1. Μοντέρνος, της μόδας Φάρασ.
2. Φιλάρεσκη, κομψή γυναίκα Φάρασ. Πβ. κιμπάρης :2, μπιτσιμλούς
3. Ψηλή, όμορφη και καλή γυναίκα Σινασσ. Πβ. γκιουζέλ