γιοσμάς
(επίθ.)
γιοσμάς
[ʝoˈzmas]
Φάρασ.
Θηλ.
γιοσμά
[ʝoˈzma]
Φάρασ.
γιοσμάσα
[ʝoˈzmasa]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. γιοσμάς = που δεν είναι αγροίκος (Mackridge 2021: 204), το οπ. από το τουρκ. επίθ. yosma = α) όμορφος, χαριτωμένος β) κομψός γ) ως ουσ. κομψός, χαριτωμένος άνθρωπος δ) κομψή γυναίκα.
1. Μοντέρνος, της μόδας
Φάρασ.