γιορτή
(ουσ.)
γιορτή
[ʝorˈti]
Ανακ., κ.α., Μισθ., Φλογ.
γιορτσ̑ή
[ʝorˈtʃi]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Φλογ.
'ορτή
[orˈti]
Κίσκ., Φάρασ.
Πληθ.
γιορτάδες
[ʝorˈtaðes]
Δίλ.
γιορτάις
[ʝorˈtais]
Μισθ.
γιορτάρες
[ʝorˈtares]
Αραβαν.
'ορτάδις
[orˈtaðis]
Κίσκ., Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. ἑορτή. Ο τύπ. γιορτή με συνίζ. μεσν. Ο τύπ. 'ορτή πιθ. με αποβ. του αρκτ. άτονου φων. του ἑορτή, πριν συμβεί η συνίζ., αν όχι με κάποιου είδους συναλοιφή [eo] > [ø] > [o] αντί συνιζήσεως.
1. Γιορτή, χαρμόσυνη εκδήλωση με θρησκευτική ή τελετουργική σημασία
ό.π.τ.
:
Αν τσ̑ότουν τα γιορτάις, 'τουν να περάσουν γιορτάις σϋρϋντίζαμ' ντώικα μέρες
(Όταν ήταν γιορτές, ώσπου να περάσουν οι γιορτές, χορεύαμε δώδεκα μέρες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Tσ̑ι γιορτσ̑ή 'ναι ταχύ;
(Τι γιορτή είναι αύριο;)
-ΙΛΝΕ
Ούλ-λο κόσμος χαιραζότουν, ζάισ̑κε γιορτσ̑ή
(Όλος ο κόσμος χαιρόταν, γινόταν γιορτή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σ̑ήμερα γιορτσή 'ναι
(Σήμερα είναι γιορτή)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σις ορτάδις τζαι σα πανα'ύρια ατό ο νομάτ' βγκαίνκιν ντάιμα μπρο να πιεστεί μο τα παλληκάρα 'σ' τα πομεινά τα χωρία
(Στις γιορτές και στα πανηγύρια αυτός ο άνθρωπος έβγαινε πάντα μπροστά να παλέψει με τα παλληκάρια από τα άλλα χωριά)
Κίσκ.
-Παπαδ.
Σις μεγάλις ορτάδις φτέγκανι μέγα χορό σην πλατέα
(Στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές έκαναν μεγάλο χορό στην πλατεία)
Φάρασ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Βαρὐ γιορτή
(Βαριά γιορτή˙ σημαντική, μεγάλη γιορτή)
Μισθ., Ανακ.
-Cost.
'λαφρύ γιορτή
(Ελαφριά γιορτή˙ γιορτή λιγότερο σημαντική, π.χ. για μικρότερης σπουδαιότητας άγιο)
Μισθ.
-Cost.
'λαφρό γιορτή
(Ελαφριά γιορτή˙ το ίδιο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μικρό γιορτή
(Μικρή γιορτή˙ το ίδιο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πιάνω γιορτή
Μισθ.
-ΙΛΝΕ
Βαστώ τ' γιορτή
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
γιορτάσι