ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιουμουρτζάχ (ουσ. ουδ.) γιουμουρτζ̑άχ [jumurˈdʒax] Αραβαν., Φερτάκ. ιμουρτζ̑άχ [imurˈʤax] Τελμ. Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. yumurcak = πανούκλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. yumurcah.
Πανούκλα, μόνο σε αρές ό.π.τ. : E π' να έρτσ̑ει σο ιμουρτζ̑άχ ιράσια (E που να της έρθει πανούκλα) Τελμ. -Dawk. Να το ήρτε ένα ιλανdζι̂́χ κι ένα γιουμουρτζ̑άχ και να το πήρε και να το σ̑ήκωσε! (Να του ερχόταν ένα ανεμοπύρωμα και μιά πανούκλα και να το έπαιρνε και να το σήκωνε!) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Λάχα να βγει ένα γιουμουρτζάχ στα σ̑έρα σ' (Είθε να βγει ένα σημάδι πανούκλας στα χέρια σου) Φερτάκ. -Αρχέλ. Συνών. γουρζουλάς