ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιουξέι (επίρρ.) γιουξέι [ʝuˈksei] Σίλ. γιουξέια [ʝuˈkseia] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. yüksek (-ği) = υψηλός, ανυψωμένος.
Ψηλά : Ρέν τα έχουμ’ τσ̑ην ιγή, γιουξέι τα έχουμι (Δεν τα έχουμε στην γη, ψηλά τα έχουμε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Σε τα κρεμάσω γιουξέια (Θα τα κρεμάσω ψηλά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. ψηλά
Τροποποιήθηκε: 14/04/2025