γιουξέι
(επίρρ.)
γιουξέι
[ʝuˈksei]
Σίλ.
γιουξέια
[ʝuˈkseia]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. yüksek (-ği) = υψηλός, ανυψωμένος.
Ψηλά
:
Ρέν τα έχουμ’ τσ̑ην ιγή, γιουξέι τα έχουμι
(Δεν τα έχουμε στην γη, ψηλά τα έχουμε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Σε τα κρεμάσω γιουξέια
(Θα τα κρεμάσω ψηλά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
ψηλά