γιουφκά
(ουσ. αρσ.)
γιουφκά
[ʝufˈka]
Μισθ.
γιοφκά
[ʝofˈka]
Φλογ.
γιοκά
[ʝoˈka]
Μαλακ., Φλογ.
Πληθ.
γιουφκάδες
[ʝufˈkaðes]
Φλογ.
γιουφκάια
[ʝufˈkaja]
Μισθ.
γιοκάδια
[ʝoˈkaðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. yufka = λεπτό φύλλο ζύμης, όπου και διαλεκτ. τύπ. yoka. Η λ. και Θράκ.
1. Λεπτή πίτα ζύμης που ψηνόταν στην λαμαρίνα
ό.π.τ.
:
Φέρνισ̑καμ' το πιλάφ' με γιουφκάδες και κόφτισ̑'καμ' ασ' σο γιουφκά και παίρισ̑καμ' σο χούφτα μας και τρώισ̑καμ' πιλάφ'
(Φέρναμε το πιλάφι με γιουφκάδες, και κόβαμε από τον γιουφκά, και παίρναμε στη χούφτα μας και τρώγαμε πιλάφι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Πληθ., χυλοπίτες
Μισθ.