ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιουκλούκ (ουσ. ουδ.) γϋκλΰκ [ʝyˈklyk] Σίλατ. γιουκλούκ [ʝuˈkluk] Ανακ., Αραβαν., Σινασσ. γιγλούκ [ʝiɣluk] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. yüklük = εντοιχισμένο ντουλάπι.
Εσοχή του τοίχου που χρησιμεύει ως ντουλάπι για ρούχα και σκεπάσματα, εντοιχισμένο ντουλάπι ό.π.τ. : Mούλωσεν ένα μέρα οdαδιού σο γϋκλΰκ (Κρύφτηκε σε ένα μέρος του δωματίου στο ντουλάπι) Σίλατ. -Dawk. Συνών. ντοσελίκ