γιουκλούκ
(ουσ. ουδ.)
γϋκλΰκ
[ʝyˈklyk]
Σίλατ.
γιουκλούκ
[ʝuˈkluk]
Ανακ., Αραβαν., Σινασσ.
γιγλούκ
[ʝiɣluk]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. yüklük = εντοιχισμένο ντουλάπι.
Εσοχή του τοίχου που χρησιμεύει ως ντουλάπι για ρούχα και σκεπάσματα, εντοιχισμένο ντουλάπι
ό.π.τ.
:
Mούλωσεν ένα μέρα οdαδιού σο γϋκλΰκ
(Κρύφτηκε σε ένα μέρος του δωματίου στο ντουλάπι)
Σίλατ.
-Dawk.
Συνών.
ντοσελίκ