γιούζμπασης
(ουσ. αρσ.)
γιούζμπασ̑ης
[ˈʝuzbaʃis]
Μπέηκ., Φάρασ.
γΰζbασ̑ης
[ˈʝyzbaʃis]
Φλογ.
ούζbασ̑ι̂
[ˈuzbasɯ]
Ουλαγ.
Από το νεότ. ουσ. γιούζμπασης (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 30.8.28 «Δέκα χιλιάδες καβάλλα μὲ τὸν Σελανὶκ μουτεσαριφῆ Μουρταζᾶ πασᾶν, […] καὶ μὲ τὸν σιρβανλῆ γιούζμπασην»), το οπ. το τουρκ. ουσ. yüzbaşı = λοχαγός.
Πβ.
γυζ
1. Λοχαγός
Μπέηκ.
2. Αξιωματικός ή αστυνομικός γενικότ.
ό.π.τ.
:
Ύστερα γϋζbασ̑ής ντıρμάνσεν, ανέβεν σο ντουβάρ' απάνω
(Ύστερα ο αξιωματικός σκαρφάλωσε πάνω στον τοίχο)
Φλογ.
-Dawk.
Γκϋστέρ’σε ενιπντέ το βαβά τ’, σόνα το μάνα τ’, σόνα ντο ούζμπασ̑ι
(Το έδειξε πρώτα στον πατέρα της, έπειτα στην μητέρα της, μετά στον χωροφύλακα)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
ζαμπίτης, πολίσης, τζανταρμάς