γιορούλντημα
(ουσ. ουδ.)
γιορούλντημα
[ʝoˈruldima]
Μισθ.
Από το ρ. γιορουλντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τροποποιήθηκε: 23/10/2024