κουρασιά
(ουσ. θηλ.)
κουρασ̑ά
[kuraˈʃa]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. κουρασιά, όπου και μεσν. τύπ. κουρασά (πβ. Χοῦμν. Κοσμογ. 1844 «μὲ τὴν περίσσαν κουρασὰν ἐκ τὸν περίσσον δρόμον»), το οπ. από το αορ. θ. του ρ. κουράζω και το παραγωγ. επίθμ. -σία > -σιά > -σά.
Κούραση
:
Αυτός άρτουπους κουρασ̑ά ρε ξέρει
(Αυτός ο άνθρωπος κούραση δεν γνωρίζει)
-Κωστ.Σ.
Συνών.
απεστασιά, γιοργουνή, γιορούλντημα, κάματος