γιοργουνή
(ουσ. θηλ.)
γιοργουνή
[ʝorɣuˈni]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. yorgun = κουρασμένος και το παραγωγ. επίθμ. -ή.
Κούραση
:
|| Φρ.
Παίρω τ' γιοργουνή μ'
(Παίρνω την κούρασή μου˙ ξεκουράζομαι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
απεστασιά, γιορούλντημα, κάματος, κουρασιά