γιοργούν
(επίθ.)
γιοργούν
[ʝorˈɣun]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. yorgun = κουρασμένος.
Κουρασμένος
Συνών.
μπαγιλντίζω :1
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025