γιοντσάς
(ουσ. αρσ.)
γιοντσάς
[ʝonˈtsas]
Φάρασ.
γιονdζ̑ά
[ʝonˈdʒa]
Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ.
γιοντζά
[ʝonˈdza]
Ανακ., Μισθ.
γιομτζ̑ά
[ʝomˈdʒa]
Αραβαν.
γιοντζές
[ʝonˈdzes]
Ποτάμ.
γιοντζέ
[ʝonˈdze]
Τζαλ.
γοντσές
[ɣonˈtses]
Σινασσ.
Θηλ.
βόξα
[ˈvoksa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yonca = τριφύλλι, όπου και διαλεκτ. τύπ. yonce.
2. Άγριος βίκος
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Μη ψοφάς, γαϊρίδι, μη ψοφάς, σου να βγουν οι βόξες να φας
(Μην ψοφάς, γαϊδούρι, μην ψοφάς, μέχρι να βγουν οι άγριοι βίκοι˙ όταν μας παρηγορούν με υποσχέσεις για βελτίωση των μελλοντικών συνθηκών)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πβ.
αγτζουμπέγκι :1