ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιοντσάς (ουσ. αρσ.) γιοντσάς [ʝonˈtsas] Φάρασ. γιονdζ̑ά [ʝonˈdʒa] Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ. γιοντζά [ʝonˈdza] Ανακ., Μισθ. γιομτζ̑ά [ʝomˈdʒa] Αραβαν. γιοντζές [ʝonˈdzes] Ποτάμ. γιοντζέ [ʝonˈdze] Τζαλ. γοντσές [ɣonˈtses] Σινασσ. Θηλ. βόξα [ˈvoksa] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. yonca = τριφύλλι, όπου και διαλεκτ. τύπ. yonce.
1. Τριφύλλι ό.π.τ. : Το γιοντζά σ̑υλώχη (Το τριφύλλι βράχηκε) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. τριφύλλι
2. Άγριος βίκος Φάρασ. : || Παροιμ. Μη ψοφάς, γαϊρίδι, μη ψοφάς, σου να βγουν οι βόξες να φας (Μην ψοφάς, γαϊδούρι, μην ψοφάς, μέχρι να βγουν οι άγριοι βίκοι˙ όταν μας παρηγορούν με υποσχέσεις για βελτίωση των μελλοντικών συνθηκών) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πβ. αγτζουμπέγκι :1