αγτζουμπέγκι
(ουσ. ουδ.)
αγτζεbέκ
[aɣdzeˈbek]
Τροχ.
αγτζεπέκ’
[aɣdzeˈpek]
Τροχ., Φλογ.
αγdζ̑επέκ
[aɣdʒeˈpek]
Αξ.
αγdζ̑ουbέgι
[aɣdʒuˈbeɟi]
Φάρασ.
αγτζ̑ουπέκι
[aɣdʒuˈpeci]
Φάρασ.
Πληθ.
αγdζ̑ουπέκα
[aɣdʒuˈpeca]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. ağcebek = είδος φασολιού, όπου και τύπ. ağcabeğ, ağcabey. Εσφαλμένη η σύναψη με την αρμενική που είχε προτείνει ο Dawkins (1916: 581). Αντιθέτως, η αρμεν. λ. αποτελεί τουρκ. δάν. (Dankoff 1995: 215).