ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγριοσέλινο (ουσ.) βρισέλινα [vriˈselina] Φάρασ. Μεταγν. ουσ. ἀγριοσέλινον, με αποβ. αρκτ. φων. και τροπή γρι- > βρι- που μαρτυρείται συχνά σε ν.ε. διαλ.
Το ποώδες φυτό Σμύρνιον το μελανοσέλινον (Smyrnium olusatrum) της οικογενείας των Σκιαδοφόρων, κοινώς αγριοσέλινο : Τρώνκαμε τσ̑αι χαλβάδε, σάμου πουάνκανε τσ̑αρατάδε τσ̑αι παχπούσε, σερέσε, γλουκάχανα, βρισέλινα (Τρώγαμε (ενν. την Σαρακοστή) και χαλβάδες, όταν πουλάγανε σαλιγκάρια και βολβούς, τσιρίσια, γλυκολάχανα, αγριοσέλινα) Φάρασ. -Λαμπρ.