αγριοσέλινο
(ουσ.)
βρισέλινα
[vriˈselina]
Φάρασ.
Μεταγν. ουσ. ἀγριοσέλινον, με αποβ. αρκτ. φων. και τροπή γρι- > βρι- που μαρτυρείται συχνά σε ν.ε. διαλ.
Το ποώδες φυτό Σμύρνιον το μελανοσέλινον (Smyrnium olusatrum) της οικογενείας των Σκιαδοφόρων, κοινώς αγριοσέλινο
:
Τρώνκαμε τσ̑αι χαλβάδε, σάμου πουάνκανε τσ̑αρατάδε τσ̑αι παχπούσε, σερέσε, γλουκάχανα, βρισέλινα
(Τρώγαμε (ενν. την Σαρακοστή) και χαλβάδες, όταν πουλάγανε σαλιγκάρια και βολβούς, τσιρίσια, γλυκολάχανα, αγριοσέλινα)
Φάρασ.
-Λαμπρ.