αγριοκορώνα
(ουσ. θηλ.)
’γροκ’ρώνα
[ɣroˈkrona]
Φάρασ.
Από το επίθ. άγριος και το ουσ. κορώνα.
Αγριοκουρούνα, είδος μαύρου πουλιού
Πβ.
κορώνα