αγριόμηλο
(ουσ. ουδ.)
'ρκόμηο
[ˈrkomio]
Φάρασ.
Από το άπαξ μαρτυρούμενο μεταγν. ουσ. ἀγριόμηλον (DGE), με μετάθ. υγρού. Πβ. τον κυπριακό τύπ. αρκόμηλον.
1. Άγριο τζάνερο, κορόμηλο
2. Κορομηλιά