αγουρίδα
(ουσ. θηλ.)
αγουρίδα
[aɣuˈriða]
Ποτάμ., Σινασσ.
αγουρούρα
[aɣuˈrura]
Σίλ.
αγ'ρούρα
[aˈɣrura]
Σίλ.
αγ'ρίρα
[aˈɣrira]
Σίλ.
αβ'ρίρα
[aˈvrira]
Αραβαν.
αβ'ρί'α
[aˈvria]
Φάρασ.
αγ'ριρίρα
[aɣriˈrira]
Σίλ.
Μεσν. ουσ. ἀγουρίδα, το οπ. από το επίθ. ἄγουρος και το παραγωγ. επίθμ. - ίδα. Ο τύπ. αγ'ρίρα με ομαλή για το ιδ. Σίλλης τροπή [ð] > [r]. Ο τύπ. αγουρούρα με υποχωρητ. αφομ. [i-u] > [u-u]. Ο τύπ. αγ'ριρίρα με επανάληψη της συλλαβής [ri].
Αγουρίδα, το άγουρο σταφύλι
ό.π.τ.
:
Τα σταφύλια είνου αγ'ρίρις
(Τα σταφύλια είναι άγουρα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ακούμ' αγουρούρες, ρεν εγίκασ̑ι
(Ακόμη είναι αγουρίδες, δεν έγιναν (ωρίμασαν))
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι και το σταφύλι ζάχαρη
(Σιγά σιγά γίνεται το άγουρο σταφύλι γλυκό σαν μέλι και το σταφύλι γλυκό σαν ζάχαρη˙ απαιτείται χρόνος και υπομονή για να επιτευχθεί ένας στόχος)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Το ντιλκίς το ντε σ̑υφτάν' να φάει τα σταφύλια, ζάσ̑' τα αβ'ρίρες
(Η αλεπού που δεν φτάνει να φάει τα σταφύλια, τα αφήνει αγουρίδες˙ όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
κορούκ, μαντραγάλι