αγοραστής
(ουσ. αρσ.)
αγορασ̑τσ̑ής
[aɣoraˈʃtʃis]
Αραβαν.
Μεταγν. ουσ. ἀγοραστής.
Αγοραστής.
Συνών.
παζαρτζής
Τροποποιήθηκε: 12/05/2025