αγντά
(ουσ. ουδ.)
αγντά
[aɣˈda]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. ağda = α) διαλεκτ. σκούρα μελάσα ή μελάσα από αχλάδια β) μελάσα που έχει πήξει με βρασμό μαζί με ζάχαρη ή και λεμόνι, έτσι ώστε να προκύψει ένα είδος κρέμας γ) ημίρευστο σιρόπι.
Θρεψίνη
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025