αγοραστικός
(επίθ.)
qoρασ̑τικό
[qoraʃtiˈko]
Φλογ.
Αρχ. επίθ. ἀγοραστικός = εμπορικός.
Αγοραστός, αυτός που αποκτάται στην αγορά και δεν παράγεται κατ' οίκον
:
qορασ̑τικό αβγό
(Αγοραστό αβγό)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πβ.
αγόρασμα