αγού
(ουσ. ουδ.)
αγού
[aˈɣu]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
αγίς
[aˈʝis]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
αγούια
[aˈɣuia]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. ağı = δηλητήριο, όπου και διαλεκτ. τύπ. ağu.
1. Δηλητήριο, φαρμάκι
Μαλακ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Έμbη ο Κούτσουρος αγίς τσ̑αι φαρμάτσ̑ι
(Μπήκε ο Φλεβάρης δηλητήριο και φαρμάκι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Έπιγε ένα ποτήρι αγού, πέσαν̑ι
(Ήπιε ένα ποτήρι δηλητήριο, πέθανε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το φίδι κόνd'σινι αγίς σο γα 'πέσου
(Το φίδι έρριξε δηλητήριο μέσα στο γάλα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Ασμ.
Eίπες με αν κάdζ̑ι, μένα σκότ'σες μες
σην χαρά μ' α χούφτα αγίς πότ'σες μες ( Mου είπες έναν λόγο και με σκότωσες
στην χαρά μου μιά χούφτα δηλητήριο με πότισες ) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. ζεχίρι, ντερμάνι, φαρμάκι
σην χαρά μ' α χούφτα αγίς πότ'σες μες ( Mου είπες έναν λόγο και με σκότωσες
στην χαρά μου μιά χούφτα δηλητήριο με πότισες ) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. ζεχίρι, ντερμάνι, φαρμάκι
3. Ως επίθ., πικρός
Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
:
Χέκι τσ̑ι λίου τυρί, χέκι τσ̑ι λίου αγού πεπέρ απέσ', ρα τι νόστιμου νίιδι
(Βάλε και λίγο τυρί, βάλε και λίγο πικρό πιπέρι μέσα, δες τι νόστιμο γίνεται)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πικρό κι αγού έν' το χαβιάρι και σάβανα τ' αdεριά και τα γουνιά
(Πικρό και θεόπικρο είναι το χαβιάρι, και σάβανα τα αντεριά και οι γούνες)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ρώκα μας απ' ένα κομμάτι άσπουρου ψωμί, αγού πολ̑ύ
(Μας έδωσαν από ένα κομμάτι άσπρο ψωμί, πολύ πικρό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
ατζί, ζεχίρι, πικρός, τσουτσούρι, φαρμάκι