αγνώριστος
(επίθ.)
αγρώνιστο
[aˈɣronisto]
Σίλατ., Σινασσ.
αναγνώριστος
[anaˈɣnoristos]
Σινασσ.
Αρχ. επίθ. ἀγνώριστος με μετάθ. υγρ. Ο τύπ. αναγνώριστος μεσν.
Αυτός που έχει φθαρεί τόσο ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμος
:
Αγρώνιστα κεφάλια, παίρισ̑καν τα
(Έπαιρναν κεφάλια άγνωστων (νεκρών)· για έθιμο βροχοποιίας)
Σίλατ.
-ΙΛΝΕ 812
Αμέ από πού να με γρωνίσεις που γενόμουνε αγρώνιστη
(Αλλά από πού να με γνωρίσεις, που έχω γίνει αγνώριστη)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Ασμ.
Εκεί έν’ ο Γιαννάκης, αχ, Γιαννάκη μου
δομένος, σκοτωμένος και ορεικείμενος
ανgελοσκορπισμένος και αναγνώριστος
(Εκεί είναι ο Γιαννάκης, αχ, Γιαννάκη μου χτυπημένος, σκοτωμένος, που κείται πάνω στα βουνά
σκορπισμένος σε κομμάτια από τον Χάρο και αγνώριστος στην όψη.) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. μπελλισίζης :1
δομένος, σκοτωμένος και ορεικείμενος
ανgελοσκορπισμένος και αναγνώριστος
(Εκεί είναι ο Γιαννάκης, αχ, Γιαννάκη μου χτυπημένος, σκοτωμένος, που κείται πάνω στα βουνά
σκορπισμένος σε κομμάτια από τον Χάρο και αγνώριστος στην όψη.) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. μπελλισίζης :1