αγλατώνω
(ρ.)
αγλατώνω
[aɣlaˈtono]
Φάρασ.
εγλατώνω
[eɣlaˈtono]
Φάρασ.
Παρατατ.
εγλάτωνκα
[eˈɣlatonka]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. yağlamak (αόρ. yağladı) = αλείφω, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω, με αποβολή του αρκτ. [ʝ].
Επαλείφω
:
Η ναίκα εγλατώνκε τζ̑αι τα σέρε τ’ς λαΐκο ζυμάρι τζ̑αι λαΐκο 'λεύρι
(Η γυναίκα άλειφε και στα χέρια της λίγο ζυμάρι και λίγο αλεύρι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αλείφω, γιαγλαντίζω, γιαπιστιρντίζω, τσαλντώ