αγλατώνω
(ρ.)
αγλαΐζω
[aɣlaˈizo]
Αξ.
αγλατώνω
[aɣlaˈtono]
Φάρασ.
εγλατώνω
[eɣlaˈtono]
Φάρασ.
Παρατατ.
αγλάιζα
[aˈɣlaiza]
Αξ.
εγλάτωνκα
[eˈɣlatonka]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. yağlamak (αόρ. yağladı) = αλείφω, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω ή -ίζω, με αποβολή του αρκτ. [ʝ].
Επαλείφω
:
Η ναίκα εγλατώνκε τζ̑αι τα σέρε τ’ς λαΐκο ζυμάρι τζ̑αι λαΐκο ’λεύρι
(Η γυναίκα άλειφε και στα χέρια της λίγο ζυμάρι και λίγο αλεύρι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Αγλάιζαν τα γουρουνιού βούτυρο
(Τους άλοιφαν (τους παλαιστές) με λίπος γουρουνιού)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
αλείφω, γιαγλαντίζω, γιαπιστιρντίζω, τσαλντώ :5