ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλείφω (ρ.) αλείφω [aˈlifο] Σίλατ., Τελμ. Αόρ. άλειψα [ˈalipsa] Ποτάμ. Παθ. Αόρ. αλείφτα [aˈlifta] Φλογ. Από το αρχ. ρ. ἀλείφω.
Αλείφω ό.π.τ. : Ύστερα παίρ' μήλα· 'λείφ' τα με φαρμάκ' (Ύστερα παίρνει μήλα· τα αλείφει με φαρμάκι) Σίλατ. -Dawk. Πρώτα άλειφαμ' όλο το κορμί τ’ αστενάρ' ένα καλό καλό μελισσόμελο (Πρώτα αλείφαμε όλο το κορμί του αρρώστου με ένα πολύ καλό μέλι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πήγε και άλειψεν πίσσα σο σ̑οινίκ', και γιαπουσ̑τούρσεν ένα λίρα (Πήγε και άλειψε πίσσα στο δοχείο μέτρησης, και έκανε μιά λίρα να κολλήσει) Ποτάμ. -Dawk. 'πόμανε και μαυτοί τ'νε σο κατράν' μέσα, αλείφτανε σο κατράν' (Βρέθηκαν και οι ίδιοι μέσα στην πίσσα, πασαλείφτηκαν με πίσσα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. αγλατώνω, γιαγλαντίζω, γιαπιστιρντίζω, τσαλντώ