αλεπού
(ουσ. θηλ.)
αλεπού
[aleˈpu]
Μισθ., Σινασσ.
αλιπού
[aliˈpu]
Σίλ.
αλ'πού
[alˈpu]
Φάρασ.
απού
[aˈpu]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. ἀλωπού, όπου και τύπ. ἀλεπού και αλ'πού (Λεξ. Κριαρ., λ. αλεπού).
Αλεπού
ό.π.τ.
:
Με τις μάνgανες πιάνκαμε αλ'πούδες
(Με τις σιδερένιες παγίδες πιάναμε αλεπούδες)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
|| Φρ.
Η αλεπού 'ς το τυρπί της δεν χωρούσε, κουβαλούσε και κολοκύθια
(Η αλεπού δεν χωρούσε στην φωλιά της κουβαλούσε και κολοκύθια˙ Για κάποιον που ανακατεύεται σε δουλειά ανωτέρη των δυνάμεών του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αλεπίκα :1, ντιλκί