αληθινά
(επίρρ.)
αληχινά
[aliçiˈna]
Γούρδ.
Από το μεσν. επίρρ. %iἀληθινά.
Αληθινά
Συνών.
χακίκατεν
Τροποποιήθηκε: 14/05/2025