αλήθεια
(ουσ. θηλ.)
αλήθεια
[aˈliθʝa]
Ποτάμ., Σινασσ.
αλήσεια
[aˈlisʝa]
Σίλ.
αλήχεια
[aˈliça]
Γούρδ., Μισθ.
αλήρεια
[aˈlirʝa]
Αραβαν.
αλήγεια
[aˈliʝa]
Αξ.
αλήα
[aˈlia]
Αξ., Μισθ., Τσαρικ.
Από το αρχ. ουσ. ἀλήθεια.
1. Αλήθεια
ό.π.τ.
:
Σε σου είπω την αλήσεια
(Θα σου πω την αλήθεια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Αλήα 'νι, αλήα 'νι, θυμάμι ντου ογώνα
(Αλήθεια είναι, αλήθεια είναι, το θυμάμαι εγώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αλήα, ισύ ντυό μέτρα παλληκάρ'!
(Αλήθεια, εσύ δυο μέτρα παλληκάρι!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ιτό μασάλ' ντέν ει μασάλ' μόνο, τσείτι πολύ αλήα
(Αυτό το παραμύθι δεν είναι παραμύθι μόνο, είναι πολύ αλήθεια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
|| Φρ.
'ς εσέν ψέμα και 'ς εμέν αλήθεια
(Για σένα ψέμα και για μένα αλήθεια˙ Όταν κάποιος διηγείται κάτι απίθανο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ασ' αλήθεια
(Απ' αλήθεια˙ στ' αλήθεια, στην πραγματικότητα)
Ποτάμ.
-Dawk.
Τ' αλήρεια κανείζ ντέν ντο γκρεύ'
(Την αλήθεια κανείς δεν την θέλει˙ Η αλήθεια συχνά είναι πικρή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αληθιώτικος, εσάσι, ορθάδα, ορθός, ορθούτσικος
2. Ως επίρρ., ορθά
Μισθ.
:
Αλήχεια γκιαλάιψις
(Σωστά μίλησες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ιράστα :1, ορθούτσικα :3, ορθά