αληθιώνας ( επίθ.
)
αληγιώνας
[aliˈʝonas]
Αξ.
αληώνας
[aliˈonas]
Αξ.
αληχιώνας
[aliˈçonas]
Μισθ.
...
αληθιώτικος
(επίθ.)
αληθιώτικο
[aliˈθçοtiko]
Φλογ.
'ληθιώτικος
[liˈθçotikos]
Τσουχούρ.
'ληθώτικο
[liˈθotiko]
Φάρασ.
’λεθώτικο
[leˈθotiko]
Φάρασ.
Από το ουσ. αλήθεια και το παραγωγ. επίθμ. -ιώτικος.
2. Ως ουσ. ουδ., αλήθεια
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Ένι ληθιώτικο αμά ατό!
(Μα είναι αλήθεια αυτό!)
Τσουχούρ.
-VLACH
Το ληθώτικο έν' μπρικό
(Η αλήθεια είναι πικρή)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Μαdέμκι τζ̑ό λες με το 'ληθώτικο, 'του ραδέ 'α πάρω το γιο σου
(Αφού δεν μου λες την αλήθεια, τότε λοιπόν θα πάρω τον γιο σου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Το ψέμα μο το 'ληθώτικο ορτάχος τζ̑ο 'ίνεται
(Το ψέμα με την αλήθεια σύντροφοι δεν γίνονται˙ το ψέμα και η αλήθεια είναι δύο ασυμβίβαστες έννοιες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Η γουώσσα ζελμονά, λέ' το ’λεθώτικο
(Η γλώσσα ξεχνά και λέει την αλήθεια˙ σε συνομιλίες μας αποκαλύπτουμε άθελά μας μυστικά)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
Συνών.
αλήθεια, εσάσι, ορθάδα, ορθός, ορθούτσικος