ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αληθιώτικος (επίθ.) αληθιώτικο [aliˈθçοtiko] Φλογ. 'ληθιώτικος [liˈθçotikos] Τσουχούρ. 'ληθώτικο [liˈθotiko] Φάρασ. ’λεθώτικο [leˈθotiko] Φάρασ. Από το ουσ. αλήθεια και το παραγωγ. επίθμ. -ιώτικος.
1. Αληθινός Φλογ. : Ιτό συ ήκ'σες τα; 'ληθώτικο ένι γιόγουσα ψεματώτικο; (Αυτό εσύ το άκουσες; Αλήθεια είναι ή ψέματα;) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Είδαν τι 'ς κουνdούρας το καdζί ένι 'ληθώτικο (Είδαν ότι τα λόγια της κοψονούρας είναι αληθινά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. αληθιώνας, κατινός
2. Ως ουσ. ουδ., αλήθεια Τσουχούρ., Φάρασ. : Ένι ληθιώτικο αμά ατό! (Μα είναι αλήθεια αυτό!) Τσουχούρ. -VLACH Το ληθώτικο έν' μπρικό (Η αλήθεια είναι πικρή) Φάρασ. -Ανδρ. Μαdέμκι τζ̑ό λες με το 'ληθώτικο, 'του ραδέ 'α πάρω το γιο σου (Αφού δεν μου λες την αλήθεια, τότε λοιπόν θα πάρω τον γιο σου) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Το ψέμα μο το 'ληθώτικο ορτάχος τζ̑ο 'ίνεται (Το ψέμα με την αλήθεια σύντροφοι δεν γίνονται˙ το ψέμα και η αλήθεια είναι δύο ασυμβίβαστες έννοιες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Η γουώσσα ζελμονά, λέ' το ’λεθώτικο (Η γλώσσα ξεχνά και λέει την αλήθεια˙ σε συνομιλίες μας αποκαλύπτουμε άθελά μας μυστικά) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. Συνών. αλήθεια, εσάσι, ορθάδα, ορθός, ορθούτσικος