ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλίσπαρτος (επίθ.) αλίσπαρτο [aˈlisparto] Αξ. ’λίσπαρτο [ˈlisparto] Αξ., Σινασσ. ’λίσπαρτου [ˈlispartu] Μαλακ. δίσπαρτο [ˈðisparto] Ανακ. Από το μεσν. επίθ. ἀνήρπαστος (LBG), το οπ. από το αρχ. επίθ. ἀνάρπαστος, με εσωτερική αύξηση η-, μετάθ. υγρού και τροπή [n] > [l] (πβ. νερό > λερό). Εσφαλμένη η σύναψη με το μεσν. επίθ. ἁλίσπαρτος = σπαρμένος με αλάτι βλ. ΙΛΝΕ, λλ. αλίσπαρτος, ἀλλήστρατος, δίσπαρτος. Εσφαλμένη και η ερμηνεία των Μαυροχαλυβίδη και Κεσίσογλου (1960: 94) από τα επίθ. άλλος και σπαρτός.
1. Άφαντος, εξαφανισμένος ό.π.τ. : Μαρκάλα κατέβην και ’νότον ’λίσπαρτο με ένα φοβερό γιζιλτού (Η μάγισσα κατέβηκε και έγινε άφαντη με ένα φοβερό θόρυβο) Σινασσ. -Αρχέλ. Αράντ'ζαν και του Ταμλατζόγλου το παιί να το σ̑άσουν ιστινdάχ, αμά κείνο 'νότουν 'λίσπαρτο (Αναζήτησαν και τον γιο του Ταμλατζόγλου για να τον ανακρίνουν, αλλά εκείνος έγινε άφαντος) Αξ. -Αρχέλ. Σο ντιγκ χόρευαν διαβόλ’, άμα έκραζεν το κικινιός νιγότανdε δίσπαρτα (Στο ντιγκ χόρευαν οι διάβολοι, άμα λαλούσε ο πετεινός γίνονταν άφαντοι) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. άφαντος, γαΐπης
2. Νόθος : Ετά το κ'λάκ’ αλίσπαρτο 'ναι (Αυτό το παιδί είναι νόθο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.