αλιστίζω
(ρ.)
αλι̂σ̑τι̂́ζω
[alɯˈʃtɯzo]
Αραβαν., Μαλακ.
αλουστίζου
[aluˈstizu]
Μισθ.
αλισ̑τι-έω
[aliʃtiˈeo]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Αόρ.
αλίσ'σα
[aˈlissa]
Μαλακ.
αλιστι-έσα
[alistiˈesa]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. alışmak = συνηθίζω.
1. Συνηθίζω
ό.π.τ.
:
Aλουστίεις να γκιαλατζεύεις
(Συνηθίζεις να μιλάς)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γιαβάς̑-γιαβάς̑ άρχεψε να το αλι̂σ̑τι̂́σ̑' και ντε φοβότουν
(Σιγά σιγά άρχισε να το συνηθίζει και δεν φοβόταν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σάμου τα είδιν λέικκου φοήθην, γιά υστέρικκου άου αλιστι-έσιν
(Μόλις τον είδε φοβήθηκε λίγο, αλλά μετά από λίγο συνήθισε)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Ατσ̑είνο του αλιστι-έσεν ντο στσ̑υλί να φά’ κάκε, το στόμαν ντου ν’dα λητέπ’, πάλ’ ’α φά’ κάκε
(Εκείνο το σκυλί που συνήθισε να τρώει σκατά, και το στόμα να το δέσεις, πάλι σκατά θα φάει˙ δεν αποβάλλει κάποιος τις κακές συνήθειες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Μαθαίνω
Μισθ., Φάρασ.
:
Α μπράβο, ούτσ̑α αλιστίζ'νι
(Α μπράβο, έτσι μαθαίνουν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γροικώ, μαθαίνω