αλιστούρτημα
(ουσ. ουδ.)
αλισ̑τούρ’μα
[aliˈʃturma]
Φάρασ.
Από το ρ. αλιστουρτίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. και τουρκ. ουσ. alıştırma.