αλιμπιλάχος
(ουσ. αρσ.)
αλιbιλάχος
[alibiˈlaxos]
Ανακ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. abullabut (< παλ τουρκ. ebū'l-lobūṭ = χοντρό ξύλο) = α) αδιάκριτος β) διαλεκτ., αφρόντιστος, που δεν προσέχει το ντύσιμό του γ) άσχημος δ) χοντρός, πελώριος, όπου και διαλεκτ. τύπ. abılobut, abelek, ablak (βλ. THADS, λ. abılobut 1, abulabut 1).
Σκιάχτρο
Συνών.
γορκουλούχ , φοβέρι