ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλιμουδιά (ουσ. θηλ.) αλιμουδιά [alimuˈðʝa] Σινασσ. Από το διαλεκτ. ουσ. αλιμίδι (< αρχ. ουσ. ἅλμη και παραγωγ. επίθμ.-ίδι με ανάπτυξη συνοδίτη φθόγγου· βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἁλιμίδιν) και το παραγωγ. επίθμ. -ιά. Η λ. και Πόντ. με τον τύπ. αλιμιδέα, βλ. ΙΛΝΕ λλ. ἁλιμίδα, ἁλιμιδέα.
Λευκή ουσία ως μούχλα, η οποία προκαλείται από την υγρασία και καταστρέφει το επίχρισμα των τοίχων. Πβ. κάρτσα, κιούφι