αλισβερίσι
(ουσ. ουδ.)
αλισ̑βερίσ̑ι
[aliʃveˈriʃi]
Φάρασ.
αλıσ̑βερίσ̑'
[aləʃveˈriʃ]
Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ.
αλισ̑φερίσι
[aliʃfeˈriʃi]
Σατ.
αλισφερίσ̑'
[alisfeˈriʃ]
Μισθ., Μπέηκ.
Από το νεότ. ουσ. αλισβερίσι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. alışveriş = δοσοληψία.
1. Εμπορική συναλλαγή, αγοραπωλησία, δοσοληψία
ό.π.τ.
:
Φταίνκε αλισ̑βερίσ̑ι
(Έκανε εμπορική συναλλαγή)
-Dawk.
'γώ στον τατά μου είμαι ταμπελλούς να μη ποίκω αλισβερίσι μο τις κοσάδες
(Eγώ είμαι δεσμευμένος απέναντι στον πατέρα μου να μην έχω συναλλαγές με σπανούς)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ατό τ’ αλισ̑φερίσι ινούτουνι τάιμα την άνοιξη
(Αυτές οι δοσοληψίες γίνονταν πάντα την άνοιξη)
Σατ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Με τ’ γιαυτού σ’ φά’ πσ̑ε κι αλıσ̑βερίσ̑' με σ̑άνεις
(Με τους δικούς σου φάε, πιες και δοσοληψίες μην κάνεις˙ προτροπή να μην εμπλέκεται κανείς σε οικονομικές συναλλαγές με συγγενείς, γιατί υπάρχει κίνδυνος να καταστραφούν οι οικογενειακές σχέσεις)
Σινασσ., Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
β.
Ειδικότ., μικρεμπόριο
Μπέηκ.
:
Εκεί σο χωριό σ̑άσ̑κα αλισφερίσ̑’
(Εκεί στο χωριό ασχολήθηκα με το μικρεμπόριο
)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ251
2. Γενικότ., κοινωνικές σχέσεις
Μισθ.
:
Είχαν καλό απέναντ' άλλου αλισβερίσι, παίνιξαν ερόδαν
(Είχαν καλές σχέσεις μεταξύ τους, πήγαιναν κι έρχονταν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ