ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλισβερίσι (ουσ. ουδ.) αλισ̑βερίσ̑ι [aliʃveˈriʃi] Φάρασ. αλıσ̑βερίσ̑' [aləʃveˈriʃ] Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ. αλισ̑φερίσι [aliʃfeˈriʃi] Σατ. αλισφερίσ̑' [alisfeˈriʃ] Μισθ., Μπέηκ. Από το νεότ. ουσ. αλισβερίσι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. alışveriş = δοσοληψία.
1. Εμπορική συναλλαγή, αγοραπωλησία, δοσοληψία ό.π.τ. : Φταίνκε αλισ̑βερίσ̑ι (Έκανε εμπορική συναλλαγή) -Dawk. 'γώ στον τατά μου είμαι ταμπελλούς να μη ποίκω αλισβερίσι μο τις κοσάδες (Eγώ είμαι δεσμευμένος απέναντι στον πατέρα μου να μην έχω συναλλαγές με σπανούς) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ατό τ’ αλισ̑φερίσι ινούτουνι τάιμα την άνοιξη (Αυτές οι δοσοληψίες γίνονταν πάντα την άνοιξη) Σατ. -Παπαδ. || Φρ. Με τ’ γιαυτού σ’ φά’ πσ̑ε κι αλıσ̑βερίσ̑' με σ̑άνεις (Με τους δικούς σου φάε, πιες και δοσοληψίες μην κάνεις˙ προτροπή να μην εμπλέκεται κανείς σε οικονομικές συναλλαγές με συγγενείς, γιατί υπάρχει κίνδυνος να καταστραφούν οι οικογενειακές σχέσεις) Σινασσ., Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
β. Ειδικότ., μικρεμπόριο Μπέηκ. : Εκεί σο χωριό σ̑άσ̑κα αλισφερίσ̑’ (Εκεί στο χωριό ασχολήθηκα με το μικρεμπόριο ) Μπέηκ. -ΚΜΣ-ΚΠ251
2. Γενικότ., κοινωνικές σχέσεις Μισθ. : Είχαν καλό απέναντ' άλλου αλισβερίσι, παίνιξαν ερόδαν (Είχαν καλές σχέσεις μεταξύ τους, πήγαιναν κι έρχονταν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ