ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλλά (σύνδ.) αλλά [aˈla] Καππ. Αρχ. εναντιωματ. σύνδ. ἀλλά.
Μα, αλλά ό.π.τ. : Το ντέβ' έμη το στάβλο αλλά το παιί φόγε (Ο γίγαντας μπήκε στον στάβλο αλλά το παιδί φοβήθηκε) Ουλαγ. -Dawk. Μα είσαι άπιστος αλλά πίστεψε (Μην είσαι άπιστος αλλά πίστεψε = Ιωάνν. 19.27 Μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός) Φάρασ. -Lag. Συνών. αμμά, για, λάκιν