αλλαξίμι
(ουσ. ουδ.)
αλλαξίμ'
[alaˈksim]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. ἀλλαξίμιον = αλλαξιά ρούχων.
1. Ανταλλακτικό
2. Εφεδρικό βόδι