αλλαξιμάρι
(ουσ. ουδ.)
αλλαξιμάρ'
[alaksiˈmar]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. ἀλλαξιμάριον = αλλαξιά ρούχων (Λεξ. Μεούρσ.). Η λ. με την νέα σημ. σε πολλές ν.ε. διαλ.
Αμοιβαία ανταλλαγή αγροτικής εργασίας, αλληλοβοήθεια στις αγροτικές εργασίες.