αλμέγω
(ρ.)
αλμέγω
[alˈmeɣo]
Αξ., Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ.
αλμέζω
[alˈmezo]
Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ.
αλμέζου
[alˈmezu]
Μισθ., Τσαρικ.
αλιμέζω
[aliˈmezo]
Ανακ.
'λιμέζω
[liˈmezo]
Φάρασ., Φκόσ.
Παρατατ.
αλμέισ̑γκα
[alˈmeiʃga]
Ουλαγ.
άλμιζα
[ˈalmiza]
Μισθ.
ήλμεζα
[ˈilmeza]
Ουλαγ., Τελμ.
λιμέσκα
[liˈmeska]
Αόρ.
άλμιξα
[ˈalmiksa]
Μισθ.
λίμιξα
[ˈlimiksa]
Τσουχούρ.
Υποτ.
λιμέξω
[liˈmekso]
Φάρασ.
Παθ.
αλμιγιέμι
[almiˈʝemi]
Μισθ.
Μτχ.
αλμεσμένο
[almeˈzmeno]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το μεσν. ρ. ἀλμέγω, το οπ. από το αρχ. ρ. ἀμέλγω με μετάθ. του [l]. Οι τύπ. αλμέζω, αλμέζου, αλιμέζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω. Ο τύπ. αλιμέζω με ανάπτ. [i] για διάσπαση του συμφωνικού συμπλ.
Αρμέγω
ό.π.τ.
:
Όλον μέρα αλμέζουν τα πρόβατα και ασ' το γάλα τουν ζάζουν όξινου γάλα και τσυρί
(Όλη μέρα αρμέγουν τα πρόβατα και από το γάλα τους φτιάχνουν γιαούρτι και τυρί)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Και ήλμεζεν ντο πρόβατο, και δίνισ̑κέν ντα και έτρωγαν
(Kαι άρμεγε το πρόβατο, και τους έδινε και έτρωγαν)
Τελμ.
-Dawk.
Ντο χτήνο ντεν αλμέζεται
(Η αγελάδα δεν αρμέγεται· δεν έχει πια γάλα)
Ουλαγ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αλμέζου ντου χτήνου
(Αρμέγω την αγελάδα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έλα νύφ' ν' αλμέξουμ' τα πρόγατα, φέρ' τα ομbρό μ'
(Έλα νύφη να αρμέξουμε τα πρόβατα, φέρ' τα μπροστά μου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Βάνκαμε το κουβάδε, καθούμαστε χαμηλά και 'λιμέζαμε
(Βάζαμε τους κουβάδες, καθόμασταν χαμηλά και αρμέγαμε)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Ένα κουπάτ' πρόβαδα άρμεζα δα, τετάρτη δημοτικού
(Ένα κοπάδι πρόβατα τα άρμεγα, όταν ήμουνα στην τετάρτη δημοτικού)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Άλμιζαμ' ντου χτήνου, σηκώδουμιστι 'ου πρωϊ
(Αρμέγαμε την αγελάδα, σηκωνόμασταν το πρωί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
’στέρια ποίκα να χτήνου, απ’ του χτήνου ποίκα τα δυό, άλμιζαμ’, μποίκα δα έπειτα ντυό τρί ’έσσ’ρα βέβαια, είχαμ’ είχαμ’ ντου αγαράν ε
(Ύστερα αγόρασα μιά αγελάδα, από την μία αγελάδα τις έκανα δύο, αρμέγαμε, τις έκανα έπειτα 3-4 βέβαια, είχαμε είχαμε τα γαλακτοκομικά προϊόντα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Ανdί γιάδι 'λιμέζει τα
(Tον αρμέγει σαν αγελάδα˙ για ακραία εκμετάλλευση)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
τσιμπώ