ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλμέγω (ρ.) αλμέγω [alˈmeɣo] Αξ., Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ. αλμέζω [alˈmezo] Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ. αλμέζου [alˈmezu] Μισθ., Τσαρικ. αλιμέζω [aliˈmezo] Ανακ. 'λιμέζω [liˈmezo] Φάρασ., Φκόσ. Παρατατ. αλμέισ̑γκα [alˈmeiʃga] Ουλαγ. άλμιζα [ˈalmiza] Μισθ. ήλμεζα [ˈilmeza] Ουλαγ., Τελμ. λιμέσκα [liˈmeska] Αόρ. άλμιξα [ˈalmiksa] Μισθ. λίμιξα [ˈlimiksa] Τσουχούρ. Υποτ. λιμέξω [liˈmekso] Φάρασ. Παθ. αλμιγιέμι [almiˈʝemi] Μισθ. Μτχ. αλμεσμένο [almeˈzmeno] Αραβαν., Γούρδ. Από το μεσν. ρ. ἀλμέγω, το οπ. από το αρχ. ρ. ἀμέλγω με μετάθ. του [l]. Οι τύπ. αλμέζω, αλμέζου, αλιμέζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω. Ο τύπ. αλιμέζω με ανάπτ. [i] για διάσπαση του συμφωνικού συμπλ.
Αρμέγω ό.π.τ. : Όλον μέρα αλμέζουν τα πρόβατα και ασ' το γάλα τουν ζάζουν όξινου γάλα και τσυρί (Όλη μέρα αρμέγουν τα πρόβατα και από το γάλα τους φτιάχνουν γιαούρτι και τυρί) Γούρδ. -Καράμπ. Και ήλμεζεν ντο πρόβατο, και δίνισ̑κέν ντα και έτρωγαν (Kαι άρμεγε το πρόβατο, και τους έδινε και έτρωγαν) Τελμ. -Dawk. Ντο χτήνο ντεν αλμέζεται (Η αγελάδα δεν αρμέγεται· δεν έχει πια γάλα) Ουλαγ. -Μαυρ.-Κεσ. Αλμέζου ντου χτήνου (Αρμέγω την αγελάδα) Μισθ. -Κοτσαν. Έλα νύφ' ν' αλμέξουμ' τα πρόγατα, φέρ' τα ομbρό μ' (Έλα νύφη να αρμέξουμε τα πρόβατα, φέρ' τα μπροστά μου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Βάνκαμε το κουβάδε, καθούμαστε χαμηλά και 'λιμέζαμε (Βάζαμε τους κουβάδες, καθόμασταν χαμηλά και αρμέγαμε) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Ένα κουπάτ' πρόβαδα άρμεζα δα, τετάρτη δημοτικού (Ένα κοπάδι πρόβατα τα άρμεγα, όταν ήμουνα στην τετάρτη δημοτικού) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Άλμιζαμ' ντου χτήνου, σηκώδουμιστι 'ου πρωϊ (Αρμέγαμε την αγελάδα, σηκωνόμασταν το πρωί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. ’στέρια ποίκα να χτήνου, απ’ του χτήνου ποίκα τα δυό, άλμιζαμ’, μποίκα δα έπειτα ντυό τρί ’έσσ’ρα βέβαια, είχαμ’ είχαμ’ ντου αγαράν ε (Ύστερα αγόρασα μιά αγελάδα, από την μία αγελάδα τις έκανα δύο, αρμέγαμε, τις έκανα έπειτα 3-4 βέβαια, είχαμε είχαμε τα γαλακτοκομικά προϊόντα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Ανdί γιάδι 'λιμέζει τα (Tον αρμέγει σαν αγελάδα˙ για ακραία εκμετάλλευση) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. τσιμπώ